Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔρ-γῳ τε καὶ ἔπει

См. также в других словарях:

  • επεί — ἐπεί (AM) (σύνδ.) επειδή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επ εί. Σύνδεσμος με χρονική και αιτιολογική σημασία που μαρτυρείται ήδη από τον Όμηρο. Το επεί προήλθε από την πρόθεση επ(ί) ως α συνθετικό (πρβλ. βοιωτ. οπ(ί) και από το ει ως β συνθετικό. Ενίοτε… …   Dictionary of Greek

  • ύπαρ — και αιολ. τ. ἴπαρ, αρος, τὸ, Α (συν. άκλ.) 1. οπτασία, όραμα που βλέπει κανείς ξύπνιος, σε κατάσταση εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς το ὄναρ («ἵνα ὕπαρ ἀντ ὀνείρατος ἡμῑν γίγνηται», Πλάτ.) 2. (ως επίρρ.) α) σε κατάσταση εγρήγορσης β) πράγματι,… …   Dictionary of Greek

  • ουδέ — (Α οὐδέ) (αρν. μόριο που χρησιμοποιείται ως συμπλεκτικός σύνδ.) ούτε, και όχι αρχ. Ι. (ΩΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ) ΧΡΗΣΗ ΘΕΣΗ: 1. ως επί το πλείστον αντιτίθεται με το μὲν («ἄλλοις μὲν πᾱσιν ἑήνδανεν, οὐδέ ποθ Ἥρη, οὐδὲ Ποσειδάων , οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • επείπερ — ἐπείπερ και ἐπεί περ (Α) (σύνδ.) επειδή όμως, επειδή και («ἐπείπερ καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • επείτε — ἐπείτε και ἐπεί τε (Α) όταν, αφού («εἰσέβαλε μέν νυν στρατιὴν καὶ οὗτος, ἐπείτε ἧρξε», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • κηπί — κἠπί (Α) (δωρ. κράση) καὶ ἐπεί …   Dictionary of Greek

  • κηπεί — κἠπεί (Α) (δωρ. κράση) καὶ ἐπεί …   Dictionary of Greek

  • υφίημι — και ιων. τ. ὑπίημι Α [ἵημι] 1. (σχετικά με ιστίο) κατεβάζω 2. (για ραβδούχο) κατεβάζω την ράβδο μου μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού 3. τοποθετώ κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει», Ομ. Ιλ.) 4. (ιδίως) βάζω τα νεογνά κάτω… …   Dictionary of Greek

  • πολύμυθος — και επικ. τ. πουλύμυθος, ον, Α 1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαρος («ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.) 3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς… …   Dictionary of Greek

  • επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… …   Dictionary of Greek

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»